εργωνια

εργωνια
    ἐργωνία
    ἐργ-ωνία
    ἥ Polyb. = ἐργολαβία См. εργολαβια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εργωνια" в других словарях:

  • εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

  • ἐργωνίας — ἐργωνίᾱς , ἐργωνία fem acc pl ἐργωνίᾱς , ἐργωνία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»